καταχρυσόω

From LSJ
Revision as of 18:34, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχρῡσόω Medium diacritics: καταχρυσόω Low diacritics: καταχρυσόω Capitals: ΚΑΤΑΧΡΥΣΟΩ
Transliteration A: katachrysóō Transliteration B: katachrysoō Transliteration C: katachrysoo Beta Code: kataxruso/w

English (LSJ)

   A cover with gold-leaf, gild, Hdt.2.129, 3.56, 4.26:—Pass., Id.1.98, 2.63, IG22.1388.77.    II metaph., make golden (i.e.splendid), τὴν πόλιν Plu.Per.12; κατεχρύσου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην plastered him with gold (opp. κατεπίττου), Ar.Ec.826.

Greek (Liddell-Scott)

καταχρῡσόω: καλύπτω μὲ χρυσόν, ἐπιχρυσώνω, Ἡρόδ. 2. 129· τὴν κεφαλὴν ψιλώσαντες καὶ ἐκκαθήραντες καταχρυσοῦσι 4. 26· καὶ ἐν τῷ παθ., 1. 98· νηῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ 2. 63, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 10, πρβλ. κατάχρυσος. ΙΙ. κάμνω τι χρυσοῦν (δηλ. λαμπρότατον), τὴν πόλιν Πλουτ. Περικλ. 12· κατεχρύσου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην, τὸν ἔκαμνε χρυσοῦν, τὸν ἐξεθείαζεν (ἀντίθ. τῷ κατεπίττου), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 826.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 couvrir ou plaquer d’or;
2 dorer, rendre splendide.
Étymologie: κατάχρυσος.

Greek Monotonic

καταχρῡσόω: μέλ. -ώσω,
I. επικαλύπτω με φύλλα χρυσού, επιχρυσώνω, σε Ηρόδ.
II. χρυσώνω, καθιστώ κάτι χρυσό (δηλ. υπέροχο), σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καταχρῡσόω:
1) отделывать золотом или золотить (νόμισμα μολύβδου Her.; τὰ ὅπλα Plut.);
2) украшать золотом, делать пышным (τὴν πόλιν Plut.);
3) ирон. золотить словно священную статую, т. е. превозносить до небес (Εὐριπίδην Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταχρυσόω [κατάχρυσος] vergulden; overdr.: κατεχρύσου πᾶς ἀνὴρ Εὑριππίδην iedereen was verguld met Heurippides Aristoph. Eccl. 826.

Middle Liddell

fut. ώσω
I. to cover with gold-leaf, gild, Hdt.
II. to make golden (i. e. splendid), Plut.