κοινόβιος

From LSJ
Revision as of 14:32, 30 September 2020 by Spiros (talk | contribs)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινόβῐος Medium diacritics: κοινόβιος Low diacritics: κοινόβιος Capitals: ΚΟΙΝΟΒΙΟΣ
Transliteration A: koinóbios Transliteration B: koinobios Transliteration C: koinovios Beta Code: koino/bios

English (LSJ)

ον,

   A living in community with others, Ptol.Tetr.119, Iamb. VP5.29.    II as Subst. κοινόβιον, τό, life in community, dub. l. in Gell.1.9 fin.    2 monastery, Just.Nov.123.36, al., PSI8.953.9 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1468] mit Anderen in Gemeinschaft lebend, Iambl. u. a. Sp.; – τὸ κοινόβιον, ein Kloster, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόβιος: -ον, ζῶν κοινοβιακῶς μετ’ ἄλλων, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 29, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 119. 24. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κοινόβιον, τό, βίος ἐν κοινότητι, πιθανὴ γραφ. ἐν Γελλ. 1. 9, ἐν τέλ. 2) = Λατ. coenobium, κοινοβιακὸν μοναστήριον, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM κοινόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει από κοινού με άλλους
2. το ουδ. ως ουσ. το κοινόβιο(ν)
α) εκκλ. το μοναστήρι στο οποίο διαμένουν πολλοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούν κοινή λατρεία, έχουν κοινή κατοικία και διατροφή και διοικούνται από ηγούμενο τον οποίο εκλέγουν οι ίδιοι
β) η από κοινού συμβίωση
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) (στη Λαϊκή Κίνα) μεγάλος αγροτικός παραγωγικός συνεταιρισμός με έντονο κολλεκτιβιστικό χαρακτήρα, βασικός πυρήνας της κινεζικής σοσιαλιστικής κοινωνίας σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο, στον οποίο ίσχυε η διαβίωση σε κοινότητα
β) βιολ. σύνολο πολλών κυττάρων που αποτελεί ένα είδος αριθμητικά και μορφολογικά καθορισμένης αποικίας και απαντά σε πολλά φύκη της ομάδας βολβοκώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό-βιος, εφημερό-βιος].

Russian (Dvoretsky)

κοινόβιος: ὁ совместная жизнь, общежитие Gell.