κολλήσιμος

From LSJ
Revision as of 18:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλήσιμος Medium diacritics: κολλήσιμος Low diacritics: κολλήσιμος Capitals: ΚΟΛΛΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: kollḗsimos Transliteration B: kollēsimos Transliteration C: kollisimos Beta Code: kollh/simos

English (LSJ)

η, ον,

   A glued together, prob. in Gloss.; Subst. -μον, τό, volume of κολλήματα, Stud.Pal.1.28.8 (iii A.D.).

Greek Monolingual

κολλήσιμος, -ίμη, -ον (Α) κολλώ
1. ο συγκολλημένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλήσιμον
δέσμη κολλημάτων, δηλ. φύλλων παπύρου τα οποία είναι κολλημένα το ένα κάτω από το άλλο και τα οποία όταν τυλιχθούν σχηματίζουν κύλινδρο.