μνημίσκομαι

Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

   A = μιμνήσκομαι, PHamb.37.4 (ii A. D.).

Greek Monolingual

μνημίσκομαι (Α)
μιμνήσκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμη + θαμιστικό επίθημα -ίσκομαι (πρβλ. δειδ-ίσκομαι)].