μυστηριάζω
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
A initio, Gloss.
German (Pape)
[Seite 223] in die Mysterien einweihen, Sp., Wolf Anecd. Graec. 1, 137.
Greek (Liddell-Scott)
μυστηριάζω: εἰσάγω τινὰ εἰς τὰ μυστήρια, μυῶ, Φώτ., Εὐστ. Πονημάτ. 91. 29, κτλ.
Greek Monolingual
μυστηριάζω (ΑΜ) μυστήριον
μυώ, εισάγω κάποιον στα μυστήρια, κατηχώ κάποιον στις απόκρυφες και μυστικές θρησκευτικές τελετές και δοξασίες.