νεκροστόλος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ον,
A layer-out of corpses, Artem.4.56 (pl.).
German (Pape)
[Seite 237] Todte ankleidend, schmückend, bestattend, Artemid. 4, 58 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροστόλος: -ον, ὁ ἐκφέρων νεκρούς, ἢ ἐνταφιαστής, Ἀρτεμίδ. 4. 58, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui transporte ou ensevelit les morts.
Étymologie: νεκρός, στέλλω.
Greek Monolingual
νεκροστόλος, -ον (Α)
αυτός που ενταφιάζει τους νεκρούς ή αυτός που μεταφέρει τους νεκρούς στον Άδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -στόλος (< στέλλω), πρβλ. πομπο-στόλος, ψυχο-στόλος).
Greek Monotonic
νεκροστόλος: -ον (στέλλω), αυτός που μεταφέρει και εκφέρει τους νεκρούς, ενταφιαστής.