οἰνογεύστης

From LSJ
Revision as of 15:56, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνογεύστης Medium diacritics: οἰνογεύστης Low diacritics: οινογεύστης Capitals: ΟΙΝΟΓΕΥΣΤΗΣ
Transliteration A: oinogeústēs Transliteration B: oinogeustēs Transliteration C: oinogeystis Beta Code: oi)nogeu/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A wine-taster, Archig. ap. Gal.8.944.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνογεύστης: -ου, ὁ, ὁ διὰ τῆς γεύσεως δοκιμάζων τὴν ποιότητα τοῦ οἴνου, μεταγεν., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 433.

Greek Monolingual

ο (Α οἰνογεύστης)
νεοελλ.
ειδικός σωλήνας ο οποίος εμβαπτίζεται σε βαρέλια ή δεξαμενές οίνου για παραλαβή μικρής ποσότητας για δειγματοληψία
αρχ.
άτομο που δοκιμάζει με τη γεύση την ποιότητα του κρασιού, δοκιμαστής κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + γεύστης (< γεύομαι), πρβλ. πρωτο-γεύστης.