πρίζω

From LSJ
Revision as of 20:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρίζω Medium diacritics: πρίζω Low diacritics: πρίζω Capitals: ΠΡΙΖΩ
Transliteration A: prízō Transliteration B: prizō Transliteration C: prizo Beta Code: pri/zw

English (LSJ)

   A = πρίω, saw, Pl.Thg.124b (s.v.l.), D.S.4.76, Heliod. ap. Orib.47.14.3: impf. ἔπριζον LXXAm.1.3.    II file, ῥίνῃ πρίζειν Gal.12.848.

German (Pape)

[Seite 701] = πρίω, sägen, spalten; Plat. Theag. 124 a u. Sp.; πριεῖται, Plut. non posse 17; vgl. Poll. 7, 114.

Greek (Liddell-Scott)

πρίζω: μέλλ. -ίσω, = πρίω, πριονίζω, κόπτω διὰ πρίονος, Πλάτ. Θεάγ. 124Α, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 114· - ὁ μέσ. μέλλ. πριεῖται ἐν Πλουτ. 2. 1099C εἶναι πιθ. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ πρίηται (ἐκ τοῦ *πρίαμαι). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. σ. 234 κἑξ., 860.

French (Bailly abrégé)

f. Moy. 3ᵉ sg. πριεῖται;
c. πρίω.

English (Strong)

a strengthened form of a primary prio (to saw); to saw in two: saw asunder.

Greek Monolingual

Α
1. κόβω κάτι με πριόνι, πριονίζω
2. φρ. «ῥίνῃ πρίζω» — ρινίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος μτγν. τ. του ρ. πρίω.

Russian (Dvoretsky)

πρίζω: Plat., Plut., NT = πρίω I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρίζω [~ πρίω] zagen.

Chinese

原文音譯:pr⋯zw 普里索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:鋸
字義溯源:鋸為兩段,被鋸鋸死,鋸開;源自(Πρίσκιλλα)X*=鋸)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 被鋸鋸死(1) 來11:37