προβατεύς
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
έως, ὁ,
A = προβατευτής, title of play by Antiphanes, Poll.7.184.
German (Pape)
[Seite 710] ὁ, seltenere Form statt προβατευτής; Philes. de anim. 54, 2; Poll. 7, 184; Titel eines Stückes des Antiphanes, Ath. VII, 295 c.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτεύς: ὁ, = προβατευτής, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἀντιφάνους. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προβατεύς, ὁ τῶν προβάτων ποιμήν. καὶ προβατέων, χωρικῶν ἀνθρώπων».
Greek Monolingual
-έως, ό, Α
1. ο προβατευτής
2. ως κύριο όν. Προβατεύς
τίτλος έργου του Αντιφάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].