προεκλάμπω
From LSJ
English (LSJ)
A shine out before, Them.Or.16.201d.
Greek (Liddell-Scott)
προεκλάμπω: ἐκλάμπω πρότερον, Θεμίστ. 201D, Συλλ. Ἐπιγρ. 8808.
Greek Monolingual
Α
εκλάμπω, φωτίζω προηγουμένως με τη λάμψη μου.
Full diacritics: προεκλάμπω | Medium diacritics: προεκλάμπω | Low diacritics: προεκλάμπω | Capitals: ΠΡΟΕΚΛΑΜΠΩ |
Transliteration A: proeklámpō | Transliteration B: proeklampō | Transliteration C: proeklampo | Beta Code: proekla/mpw |
A shine out before, Them.Or.16.201d.
προεκλάμπω: ἐκλάμπω πρότερον, Θεμίστ. 201D, Συλλ. Ἐπιγρ. 8808.
Α
εκλάμπω, φωτίζω προηγουμένως με τη λάμψη μου.