προχάζω

From LSJ
Revision as of 19:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχάζω Medium diacritics: προχάζω Low diacritics: προχάζω Capitals: ΠΡΟΧΑΖΩ
Transliteration A: procházō Transliteration B: prochazō Transliteration C: prochazo Beta Code: proxa/zw

English (LSJ)

   A advance, Hsch., Phot.    2 = ἀναποδίζω, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

προχάζω: προχωρῶ, «προχάζοις· προβαίνοις. ἀναποδίζοις» καὶ «πρόχασον· πρόελθε» Ἡσύχ.· «προχάζοις: προβαίνοις» Φώτ.

Greek Monolingual

Α
1. (κατά τον Φώτ.) «προχάζοις
προβαίνοις»
2. (κατά τον Ησύχ.) «προχάζοις
ἀναποδίζοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χάζομαι «υποχωρώ, αποσύρομαι». Το ρ. απαντά σπανίως στην ενεργ. φωνή κυρίως σε συνθ. ρ. (πρβλ. ανα-χάζω)].