πώγων

From LSJ
Revision as of 12:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πώγων Medium diacritics: πώγων Low diacritics: πώγων Capitals: ΠΩΓΩΝ
Transliteration A: pṓgōn Transliteration B: pōgōn Transliteration C: pogon Beta Code: pw/gwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A beard, πώγωνα μέγαν ἴσχει Hdt.1.175; φύει π. grows a beard, Id.8.104; πώγωνα καθεῖναι to let it grow, Ar.Ec.99; ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ephipp.14.7; βαθὺν π. καθειμένος Luc. Philops.5, cf. Pisc.11, Plu.Ant.18; π. ποδήρης καθεῖται Id.2.52c; πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος just beginning to have a beard, Pl. Prt.309a; τὸν π. ξύρεσθαι, κατακείρειν, Chrysipp.Stoic.3.198, Plu. 2.52c (Pass.).    2 of animals, π. [ἱππελάφου] Arist.HA498b34; of the fish τράγος, Clearch.73; beard of the cock sparrow, Arist.HA613a31, cf. Clytus 1, etc.; wattles of a cock, Ammon.Diff. s.v. κάλλαια; growth under the chin of a serpent, Philum.Ven.30.2.    3 in plants, Gal.12.420, dub.l.in Thphr.HP6.4.5; γεραὸν πώγωνα, = τραγοπώγωνα, Nic.Fr.74.71.    4 barb of an arrow, Poll.7.158, Nonn.D.29.100 (pl.), Hsch.s.v. ὄγκους, etc.    5 πώγων φλογός, πυρός, beard or tail of fire, A.Ag.306, E.Fr.836.    6 name of a harbour at Troezen, Hdt.8.42 (whence prov. πλεύσειας εἰς Τροιζῆνα, of those wearing false beards, Eust.287.14; also εἰς Τ. δεῖ βαδίζειν, Suid.).

German (Pape)

[Seite 826] ωνος, ὁ, der Bart; Ar. Ach. 120 u. öfter; πώγωνα καθιέναι, ihn wachsen lassen, Eccl. 100; daher πώγωνα βαθὺν καθειμένος, Luc. pisc. 11 u. A.; πώγωνα ἔχειν, Her. 1, 175; φύειν, 8, 104; auch bei Thieren, Arist. H. A. 2, 1; Luc. philops. 5; u. übertr., φλογός, Feuerschweif, Aesch. Ag. 297, wie πυρὸς πώγων, Eur., bei Phot. ἀναφορὰ πυρός erkl.; an Pfeilen der Widerhaken, Poll. 7, 158; – dah. auch ein Meteor, eine bartähnliche, feurige Lufterscheinung, Schol. Plat. p. 249.

Greek (Liddell-Scott)

πώγων: -ωνος, ὁ, ἡ γενειάς, τὸ γένειον, πώγωνα μέγα ἔχειν Ἡρόδ. 1. 175· π. φύειν ὁ αὐτ. 8. 104 (πρβλ. φύω), πώγωνα καθιέναι, ὅταν ἀφίνῃ τις αὐτὸν νὰ αὐξηθῇ, Λατ. barbam promittere, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 99· ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1. 7· βαθὺν π. καθειμένος Λουκ. Φιλοψ. 5, πρβλ. Ἁλ. 11, Πλουτ. Ἀντών. 18· π. ποδήρης καθεῖται Πλούτ. 2. 52C· πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος, ἀρχόμενος ἤδη νὰ ἔχῃ πώγωνα, Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχῇ· τὸν π. ξύρεσθαι, κατακείρειν Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 565Α, Πλούτ. 2. 52D. 2) ἐπὶ ζῴων, π. ἱππελάφου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 20· ἐπὶ τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου τράγου, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332D· - ὡσαύτως ἡ ἐρρυτιδωμένη σὰρξ ἡ περὶ τὸ ῥάμφος τῆς στρουθοκαμήλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 10, πρβλ. 2. 1, 20, Ἀθήν. 655D, κτλ.· τὰ σαρκώδη ἐκφύματα τὰ ὑπὸ τὴν σιαγόνα τοῦ ἀλεκτρύονος, τὰ «χαρχάλια», Ἀμμώνιος ἐν λ. κάλλαια. 3) ἐν τοῖς φυτοῖς, πρβλ. τραγοπώγων. 4) «βέλους δ’ αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται» Πολυδ. Ζ´, 158, κλπ. 5) πώγων πυρὸς ἢ φλογός, γλῶσσα φλογός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 306, Εὐρ. Ἀποσπ. 833. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πώγων· γένειον. ἄλλοι τὴν ἀναφορὰν τῆς φλογός».

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
1 barbe;
2 p. anal. langue de feu.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monolingual

-ωνος, ο, ΝΜΑ
1. γένι, γένειο («τὸν πώγωνα ξύρεσθαι», Χρυσ. Στωικ.)
2. πιγούνι
3. ως κύριο όν. Πώγων
φυσικός λιμένας που σχηματίζεται μεταξύ τών νοτιοδυτικών ακτών της νήσου Πόρου και τών απέναντι ακτών της Τροιζηνίας («ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν Τροιζηνίων λιμένα προείρητο συλλέγεσθαι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. αστρον. ανώμαλη ουρά κομήτη που έχει κατεύθυνση προς τον Ήλιο
2. (για άλογα) το μέρος της κεφαλής που βρίσκεται πίσω από το κάτω χείλος στη συμβολή τών δύο γνάθων, όπου ακουμπάει το ψέλλι του χαλινού
αρχ.
1. το μακρύ τρίχωμα που φυτρώνει κάτω από το σαγόνι μερικών μαστοφόρων ζώων
2. η ρυτιδωμένη σάρκα γύρω από το ράμφος της στρουθοκαμήλου
3. τα σαρκώδη εκφύματα κάτω από το σαγόνι του πετεινού
4. (σχετικά με φίδι) εξόγκωμα που βρίσκεται κάτω από το πιγούνι
5. είδος φυτού που είναι γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία λαγόχορτο ή σκούλι
6. μτφ. ακίδα βέλους («βέλους δ' αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῡνται», Πολυδ.)
7. φρ. «πώγων πυρός»
μτφ. πύρινη γλώσσαπώγων πυρός
ἡ εἰς ὀξὺ ἀναδρομὴ τῆς φλογός», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με το πήγνυμι ή με την ΙΕ ρ. peu- / pū- / pōu- με σημ. «φουσκώνω» δεν θεωρούνται πιθανές].

Greek Monotonic

πώγων: -ωνος, ὁ, γενειάδα, γένι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., πώγων πυρός, γλώσσες φωτιάς, σε Αισχύλ. σε Λουκ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πώγων: ωνος ὁ борода Her., Arph., Plat., Arst., Luc.: π. πυρός или φλογός Aesch., Eur. столб огня или огненный язык.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πώγων -ωνος, ὁ baard:; τὸν πώγωνά τε ὅταν καθῶμεν en wanneer wij onze baard uitrollen Aristoph. Eccl. 99; overdr.. φλογός π. steekvlam Aeschl. Ag. 306.

Frisk Etymological English

-ωνος
Grammatical information: m.
Meaning: whisker, chin-beard (IA.).
Compounds: Often as 2. member, e.g. τραγο-πώγων m. with a goat's beard (Cratin.), also as plantname goats beard, Tragopogon (Thphr., Dsc.; Strömberg 56).
Derivatives: Dimin. πωγών-ιον n. (Luc. a.o.), -ίας m. the bearded one (Cratin. a.o.), also n. of a comet (Arist.; Scherer Gestirnnamen 107), -ίτης, -ιήτης m. id. (Hdn., Suid. a.o.), -ικός, -ιαῖος bearded (Gloss.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. Against connection with πήγνυμι, πηγός (Fick 1, 471, Prellwitz asking) speaks the ō-vowel; also there is no convincing factual argumentation. Untenable Reichelt BB 26, 225 (s. Bq and WP. 1,587); not better Grošelj Živa Ant. 4, 174: prop. *'cheek', to *peu-, pū-, [[[u]]]- blow (up). -- Is the word Pre-Greek?

Middle Liddell

πώγων, ωνος, ὁ,
the beard, Hdt., Ar., etc.:—metaph., πώγων πυρός a beard or tail of fire, Aesch.

Frisk Etymology German

πώγων: -ωνος
{pṓgōn}
Grammar: m.
Meaning: ‘Backen-, Kinnbart’ (ion. att.).
Composita : Oft als Hinterglied, z.B. τραγοπώγων m. mit Bocksbart (Kratin.), auch als Pfl.name Bocksbart, Tragopogon (Thphr., Dsk.; Strömberg 56).
Derivative: Davon das Demin. πωγώνιον n. (Luk. u.a.), -ίας m. der Bärtige (Kratin. u.a.), auch N. eines Kometen (Arist.; Scherer Gestirnnamen 107), -ίτης, -ιήτης m. ib. (Hdn., Suid. u.a.), -ικός, -ιαῖος bärtig (Gloss.).
Etymology : Unerklärt. Gegen Anschluß an πήγνυμι, πηγός (Fick 1, 471, Prellwitz fragend) bricht der ō-Vokal; auch fehlt eine überzeugende sachliche Begründung. Unhaltbar Reichelt BB 26, 225 (s. Bq und WP. 1,587); nicht besser Grošelj Živa Ant. 4, 174: eig. *’Wange’, zu peu-, -,[u]- aufblasen.
Page 2,632-633