σημαντρὶς
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
γῆ, clay
A used for sealing, like our wax, Hdt.2.38.
Greek (Liddell-Scott)
σημαντρὶς: γῆ, χῶμα ἐν χρήσει εἰς σφράγισιν ὡς παρ’ ἡμῖν νῦν ὁ ἱσπανικὸς κηρός, κοινῶς «βουλλοκέρι», Ἡροδ. 2. 38.