σκύλμα

From LSJ
Revision as of 14:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκύλμα Medium diacritics: σκύλμα Low diacritics: σκύλμα Capitals: ΣΚΥΛΜΑ
Transliteration A: skýlma Transliteration B: skylma Transliteration C: skylma Beta Code: sku/lma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A hair plucked out, κόμης σκύλματα AP5.129 (Maec.); σκύλμα κόμης ib.247 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 907] τό, zerrauftes, zerzaus'tes Haar, κόμης σκύλματα εἰκαῖα, Qu. Maec. 3 (V, 130), das Zerraufen des Haares, vgl. Ruhnk. ep. cr. p. 73.

Greek (Liddell-Scott)

σκύλμα: τό, ἐκτετιλμένη κόμη, κόμης σκύλματα Ἀνθ. Π. 5. 130· σκύλμα κόμης αὐτόθι 248· πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. 73.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
μσν.
ενόχληση ή σύγχυση
αρχ.
μαδημένα μαλλιά («κόμης εἰκαῑα... σκύλματα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλλω «σπαράζω, ξεσχίζω» + κατάλ. -μα (πρβλ. σφάλ-μα)].

Russian (Dvoretsky)

σκύλμα: ατος τό σκύλλω вырванный клок (κόμης σκύλματα Anth.).