σπασμώδης

From LSJ
Revision as of 19:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπασμώδης Medium diacritics: σπασμώδης Low diacritics: σπασμώδης Capitals: ΣΠΑΣΜΩΔΗΣ
Transliteration A: spasmṓdēs Transliteration B: spasmōdēs Transliteration C: spasmodis Beta Code: spasmw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A convulsive, spasmodic, Hp.Prorrh.1.28, Sor.2.26; suffering from convulsions, Id.1.88; τὰ σ. attacks of cramp, Hp.Coac.100; ἀλγήματα σ. pains which are premonitory symptoms of σπασμοί, Id.Prorrh.1.114. Adv. -δῶς Gal.17(2).750, Alex.Trall.7.9.

German (Pape)

[Seite 918] ες, = σπασματώδης, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σπασμώδης: -ες, σπασμωδικός, Ἱππ. Προρρ. 69· τὰ σπασμώδη, παροξυσμοὶ σπασμῶν, ὁ αὐτ. 173F· ἀλγήματα σπ. ὁ αὐτ. 77Α.

Greek Monolingual

-ες / σπασμώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σπασμός
1. αυτός που συνοδεύεται από σπασμούς (α. «σπασμώδης βήχας» β. «σπασμώδη ἀλγήματα»)
2. αυτός που εμφανίζει σπασμό, σπασμωδικόςσπασμώδης κίνηση»)
αρχ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.
, ἡ σπασμώδης
αυτός που πάσχει από σπασμούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὰ σπασμώδη
παροξυσμοί σπασμών.
επίρρ...
σπασμωδῶς Α
με σπασμούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπασμώδης -ες [σπασμός] gepaard gaand met krampen of spasmen.