σπευστός
English (LSJ)
ή, όν,
A to be done or pursued eagerly, Phryn.PSp.108 B.
German (Pape)
[Seite 921] adj. verb. von σπεύδω, beeilt, eifrig betrieben; σπουδῆς ἄξιος erkl. Phryn. in B. A. 63.
Greek (Liddell-Scott)
σπευστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὅν πρέπει τις νά πράξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ μετὰ προθυμίας, Α. Β. 63.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σπεύδω
αυτός τον οποίο πρέπει να σπεύσει κανείς να κάνει.