συλλαβίζω

From LSJ
Revision as of 12:50, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλᾰβίζω Medium diacritics: συλλαβίζω Low diacritics: συλλαβίζω Capitals: ΣΥΛΛΑΒΙΖΩ
Transliteration A: syllabízō Transliteration B: syllabizō Transliteration C: syllavizo Beta Code: sullabi/zw

English (LSJ)

   A join letters into syllables, pronounce letters together, Plu.2.496f, Luc.Gall.23.

German (Pape)

[Seite 974] Buchstaben zu Sylben verbinden, buchstabiren, Luc. Gall. 23 bis accus. 28.

Greek (Liddell-Scott)

συλλᾰβίζω: συνάπτω τὰ γράμματα εἰς συλλαβάς, προφέρω γράμματα ὁμοῦ, Πλούτ. 2, 496F, Λουκ. Ὀνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 23.

French (Bailly abrégé)

épeler.
Étymologie: συλλαβή.

Greek Monolingual

ΝΑ συλλαβή
νεοελλ.
1. προφέρω ή διαβάζω χωρίζοντας τις λέξεις στις συλλαβές από τις οποίες συγκροτούνται
2. διαβάζω με δυσκολία, έχω δυσχέρεια στην ανάγνωση, μόλις που γνωρίζω ανάγνωση
αρχ.
ενώνω τα γράμματα σε συλλαβές, προφέρω ή διαβάζω μαζί.

Greek Monotonic

συλλᾰβίζω: μέλ. -σω, ενώνω, συνάπτω γράμματα σε συλλαβές, συμπροφέρω φθόγγους ή γράμματα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συλλαβίζω: соединять звуки (буквы) в слоги, произносить или читать по складам Plut., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλλαβίζω [συλλαβή] lettergrepen vormen (van letters, bij het (hardop) lezen).

Middle Liddell

[from συλλᾰβή]
to join letters into syllables, to pronounce letters together, Luc.