συναναπείθω

Revision as of 14:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A assist in persuading, τινὰς ποιεῖν τι Th.6.88, Isoc.4.46; τινα Plu. Publ.21.

German (Pape)

[Seite 1000] mit, zugleich bereden; Thuc. 6, 88; Isocr. 4, 46.

Greek (Liddell-Scott)

συναναπείθω: ἀναπείθω ὁμοῦ, τινὰς ποιεῖν τι Θουκ. 6. 88, Ἰσοκρ. 50Α˙ τινὰ Πλουτ. Ποπλ. 21.

French (Bailly abrégé)

persuader en même temps : τινα qqn ; τινα ποιεῖν τι THC qqn de faire qch.
Étymologie: σύν, ἀναπείθω.

Greek Monolingual

Α
μεταπείθω κάποιον από κοινού με άλλον («τοὺς ἄλλους διδόναι συναπείθει», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπείθω «μεταπείθω»].

Greek Monotonic

συναναπείθω: μέλ. -σω, βοηθώ στο να πεισθεί κάποιος, καταπείθω, τινὰ ποιεῖν τι, σε Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

συναναπείθω:
1) совместно уговаривать, вместе убеждать (τινὰ ποιεῖν τι Thuc., Isocr.);
2) внушать (δόξαν Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αναπείθω helpen te overreden.

Middle Liddell

fut. σω
to assist in persuading, τινὰ ποιεῖν τι Thuc., etc.