σύρραξις

Revision as of 13:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dashing together, [τῶν κλυδώνων] πρὸς ἀλλήλους Arist.Mir.843a16; ὅπλων Plu.2.339b, cf. Id.Caes.44; cf. σύρρηξις.

Greek (Liddell-Scott)

σύρραξις: ἡ, σύγκρουσις, τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130. 2· ὅπλων Πλούτ. 2. 337Β, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Καίσ. 44.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
choc, conflit.
Étymologie: συρρήγνυμι.

Greek Monotonic

σύρραξις: -εως, ἡ (συρράσσω), σύγκρουση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σύρραξις: εως ἡ столкновение (τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Arst.; ὅπλων Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύρραξις -εως, ἡ [συρράσσω] het botsen (van soldaten).

Middle Liddell

σύρραξις, εως, συρράσσω
a dashing together, Plut.