τηκόλιθος

From LSJ
Revision as of 13:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηκόλῐθος Medium diacritics: τηκόλιθος Low diacritics: τηκόλιθος Capitals: ΤΗΚΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: tēkólithos Transliteration B: tēkolithos Transliteration C: tikolithos Beta Code: thko/liqos

English (LSJ)

ον,

   A dissolving stones, of a remedy for the stone, Plin. HN36.143, Aët.12.64, Paul.Aeg.3.45.    II a gem, Plin.HN37.184.

Greek (Liddell-Scott)

τηκόλῐθος: -ον, ὁ τήκων ἢ διαλύων λίθους, φάρμακον θρυπτικὸν τῶν ἐν νεφροῖς λίθων, Παῦλ. Αἰγ. 7, Ἀέτ. 2, 19. - Ἦν δὲ ὁ τηκόλιθος, λίθος ἐν Συρίᾳ τῆς Παλαιστίνης εὑρισκόμενος, λευκὸς τὴν χρόαν, ὠνομάζετο δὲ καὶ Ἰουδαϊκός.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
(για φάρμακο) αυτός που διαλύει τις πέτρες τών νεφρών
αρχ.
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τήκω + λίθος (πρβλ. φιλό-λιθος)].