τρικάρηνος

From LSJ
Revision as of 20:13, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐκάρηνος Medium diacritics: τρικάρηνος Low diacritics: τρικάρηνος Capitals: ΤΡΙΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: trikárēnos Transliteration B: trikarēnos Transliteration C: trikarinos Beta Code: trika/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. τρῐ-κάρᾱνος, ον, poet. for τρικέφαλος,

   A three-headed, Πτωΐου κευθμών Pi.Fr.101 (codd. Str., -καράνου Bgk.), cf. Coluth.14, etc.; τ. ὄφις Hdt.9.81.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκάρηνος: [ᾱ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τρικέφαλος, ὁ ἔχων τρεῖς κεφαλάς, Γηρυονεὺς Ἡσ. Θ. 287 Πτώϊον Πινδ. Ἀποσπ. 70, κλπ.· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ., τρ. ὄφις 9. 81.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois têtes.
Étymologie: τρεῖς, κάρηνον.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τρικάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει τρεις κεφαλές ή κορυφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. δı-κάρηνος].

Greek Monotonic

τρῐκάρηνος: [ᾰ], -ον (κάρηνον), αυτός που έχει τρία κεφάλια, σε Ησίοδ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκάρηνος: дор. τρικάρᾱνος 2 трехглавый (Γηρουνεύς Hes.; ὄφις Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρικάρηνος -ον [τρι -, κάρηνον] driehoofdig, met drie koppen.

Middle Liddell

τρῐ-κά˘ρηνος, ον, κάρηνον
three-headed, Hes., Hdt.