τροποφορέω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
c. acc.,
A bear with another's moods, Sch.Ar.Ra.1479, Suid. s. vv. σκύμνος et οὐ χρή; τὸν τῦφόν μου Cic.Att.13.29.1; v.l. for τροφο- in LXXDe.1.31, Act.Ap.13.18.
Greek (Liddell-Scott)
τροποφορέω: μετ’ αἰτ., ὑπομένω τοὺς τρόπους τινός, Λατιν. morigerari alicui, ἢ μὴ καταδέξασθαι ἢ καταδεξαμένους τροποφορεῖν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1433· τὸν τῦφόν μου πρὸς θεῶν τροποφόρησον Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 29, 2· πρβλ. τροφοφορέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
supporter le caractère de qqn, se plier à ses habitudes.
Étymologie: τρόπος, φέρω.
English (Strong)
from τρόπος and φορέω; to endure one's habits: suffer the manners.
English (Thayer)
(τροφοφορέω) τροφοφόρω: 1st aorist ἐτροφοφόρησα; (τροφός and φέρω); to bear like a nurse or mother, i. e. to take the most anxious and tender care of: τινα, G L T Tr marginal reading (R. V. marginal reading bear as a nursing-father) (Alex. manuscript, etc.; Macarius, hom. 46,3and other ecclesiastical writings); see τροποφορέω.
Greek Monotonic
τροποφορέω: μέλ. τροποφορήσω, υπομένω τους τρόπους κάποιου, τινά, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
τροποφορέω: ублажать (τινα NT - v. l. τροφοφορέω).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροποφορέω [τρόπος, φέρω] zich schikken naar, verdragen, met acc.
Middle Liddell
τροπο-φορέω, fut. -ήσω
to bear with, τινά NTest.
Chinese
原文音譯:tropoforšw 特羅坡-賀雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:滋養(歸回)(攜帶)
字義溯源:容忍他人習性,忍受,容忍,忍耐;由(τρόπος)=樣式)與(φορέω)=有負擔,帶)組成,其中 (τρόπος)出自(τροπή)=轉動), (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉),而 (φορέω)出自(φόρος)=負擔,稅), (φόρος)又出自(φέρω)*=負擔,背)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 容忍(1) 徒13:18