Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Full diacritics: φερεκῡδής | Medium diacritics: φερεκυδής | Low diacritics: φερεκυδής | Capitals: ΦΕΡΕΚΥΔΗΣ |
Transliteration A: pherekydḗs | Transliteration B: pherekydēs | Transliteration C: ferekydis | Beta Code: ferekudh/s |
ές,
A renowned, νᾶσος B.12.182; γένος IG12(9).1179 (Chalcis).
-ές, Α
ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -κυδής (< κῦδος), πρβλ. θεο-κυδής, φιλο-κυδής].