φειδομένως
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
Adv.
A sparingly, thriftily, 2 Ep.Cor.9.6, Plu.Alex.25; cf. πεφεισμένως.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec ménagement.
Étymologie: φειδομένος de φείδομαι.
English (Strong)
adverb from participle of φείδομαι; abstemiously, i.e. stingily: sparingly.
English (Thayer)
(from the participle φειδόμενος), adverb, sparingly: mildly, Plutarch, Alex. 25).
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. με φειδώ, φειδωλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φειδόμενος, μτχ. ενεστ. του ρ. φείδομαι + επίρρμ. κατάλ. -ως].
Russian (Dvoretsky)
φειδομένως: бережливо или скупо (χρῆσθαί τινι Plut.).
Chinese
原文音譯:feidomšnwj 費多姆挪士
詞類次數:副詞(2)
原文字根:節省 似的
字義溯源:有節制地,缺少地,少,小量;源自(φείδομαι)*=愛惜)
出現次數:總共(2);林後(2)
譯字彙編:
1) 小量(2) 林後9:6; 林後9:6