χήρειος
English (LSJ)
α, ον,
A widowed, λέκτρα AP9.192 (Antiphil.): Ion. χηρήϊος, οἶκος Antim.99.
German (Pape)
[Seite 1354] verwittwe't, verwais't, χήρεια λέκ τ ρα Antiphil. 11 (IX, 192).
Greek (Liddell-Scott)
χήρειος: -α, -ον, χηρευμένος, ὠρφανισμένος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 192· -Ἰων. χηρήιος, «χηρήϊον οἶκον· παρ’ Ἀντιμάχῳ (Ἀποσπ. 95) τὸν ἄτεκνον» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de veuf, de veuve.
Étymologie: χῆρος.
Greek Monolingual
-εία, -ον, και επικ. τ. χηρήιος, -ΐα, -ον, Α χήρα
αυτός που χηρεύει («λέκτροις χηρείοις», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
χήρειος: -α, -ον (χήρα), χηρευμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χήρειος: овдовевший, осиротевший (λέκτρα Anth.).