χειροστρόφιον

From LSJ
Revision as of 20:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροστρόφιον Medium diacritics: χειροστρόφιον Low diacritics: χειροστρόφιον Capitals: ΧΕΙΡΟΣΤΡΟΦΙΟΝ
Transliteration A: cheirostróphion Transliteration B: cheirostrophion Transliteration C: cheirostrofion Beta Code: xeirostro/fion

English (LSJ)

τό,

   A instrument of torture for twisting the hands or arms, Hdn.Epim. 150.

German (Pape)

[Seite 1346] Marterwerkzeug, die Hände oder Arme zu verdrehen, Hdn. epimer. 150.

Greek (Liddell-Scott)

χειροστρόφιον: τό, ὄργανον βασανιστήριον, πρὸς διαστροφὴν ἢ στρέβλωσιν τῶν χειρῶν ἢ βραχιόνων, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 150· μνημονευόμενον καὶ ἐκ τοῦ Συνεσ. 201C (ἔνθ’ ἀναγινώσκεται χειλοστρόφιον).

Greek Monolingual

τὸ, Α
όργανο βασανισμού που έστριβε τα χέρια ή τους αγκώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + στρόφιον (< στρόφος), πρβλ. κλινο-στρόφιον.