χειροβοσκός

Revision as of 21:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

όν,

   A supporting oneself by manual work, Poll.7.7, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1345] wie χειρόβιος, sich von der Hände Arbeit nährend, Poll. 7, 7.

Greek (Liddell-Scott)

χειροβοσκός: -όν, ὁ διὰ τῆς ἐργασίας τῶν χειρῶν ζῶν, ἀποχειροβίωτος, Πολυδ. Ζ΄, 7, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-όν, Α
χειρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + βοσκός.