χειροβοσκός
English (LSJ)
όν,
A supporting oneself by manual work, Poll.7.7, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1345] wie χειρόβιος, sich von der Hände Arbeit nährend, Poll. 7, 7.
Greek (Liddell-Scott)
χειροβοσκός: -όν, ὁ διὰ τῆς ἐργασίας τῶν χειρῶν ζῶν, ἀποχειροβίωτος, Πολυδ. Ζ΄, 7, Ἡσύχ.