χητοσύνη

From LSJ
Revision as of 23:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χητοσύνη Medium diacritics: χητοσύνη Low diacritics: χητοσύνη Capitals: ΧΗΤΟΣΥΝΗ
Transliteration A: chētosýnē Transliteration B: chētosynē Transliteration C: chitosyni Beta Code: xhtosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A desolation, loneliness, AP9.408 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1354] ἡ, Mangel, Bedürftigkeit, Verwaisung, Einsamkeit, Antp. Th. 35 (IX, 408).

Greek (Liddell-Scott)

χητοσύνη: ἡ, ἔλλειψις, στέρησις, ἐρημία, Ἀνθ. Παλ. 9. 408.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
privation, manque.
Étymologie: χῆτος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. στέρηση, ένδεια
2. απομόνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω και εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν της ρίζας ghē- και κατάλ. -σύνη].

Greek Monotonic

χητοσύνη: ἡ, ανάγκη, στέρηση, ερημιά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χητοσύνη: (ῠ) ἡ покинутость, одиночество Anth.

Middle Liddell

χητοσύνη, ἡ, [from χῆτος
need, destitution, loneliness, Anth.