χειροτονητής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = Lat.
A creator, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1347] ὁ, der seine Stimme abgiebt, der Wähler, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χειροτονητής: -οῦ, ὁ, ὁ χειροτονῶν, ἐκλέγων, Ἰω. Δαμασκ. Ἐπιστ. πρὸς Θεόφιλ. περὶ Εἰκόν. σ. 125.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ χειροτονῶ
εκκλ. κληρικός που χειροτονεί, που διενεργεί χειροτονία.