ψυγός
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
Full diacritics: ψυγός | Medium diacritics: ψυγός | Low diacritics: ψυγός | Capitals: ΨΥΓΟΣ |
Transliteration A: psygós | Transliteration B: psygos | Transliteration C: psygos | Beta Code: yugo/s |
ὁ,
A = ταρσός, Sch.Od.9.219.
και ψυχός, ὁ, Α
δοχείο ψύξης, κυρίως του γάλακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψυγ- του ψύχω (ΙΙ) «παγώνω» (πρβλ. ψυγεῖον)].