ἀλοιητήρ
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (ἀλοιάω)
A thresher, grinder, as Adj., σίδηρος Nonn. D. 17.237; ἀ. ὀδόντες grinders, AP11.379 (Agath.): metaph., λιμός Orac. ap. Jul.Mis.370a.
German (Pape)
[Seite 109] ῆρος, ὁ, Drescher; dah. Zermalmer, ὀδόντες, Backzähne, Agath. 74 (XI, 379); σιδηρός Nonn. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλοιητήρ: ῆρος, ὁ, (ἀλοιάω) ὁ ἁλωνίζων, κατατρίβων, σίδηρος, Νόνν. Δ. 17. 237: ἀλ. ὀδόντες, οἱ τραπεζῖται ἢ γόμφιοι, Λατ. inolares Ἀνθ. Π. 11. 379.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui broie ; ἀλοιητῆρες ὀδόντες dents molaires.
Étymologie: ἀλοιάω.
Spanish (DGE)
-ῆρος
• Prosodia: [ᾰ-]
trillador σίδηρος Nonn.D.17.237, ἀ. ὀδόντες molares, AP 11.379 (Agath.)
•fig. c. gen. (λιμόν) ἀλοιητῆρα βροτείων Orác. en Iul.Mis.370a (cf. ἀλοητής).
Greek Monolingual
ἀλοιητήρ (-ῆρος), ο (AM)
αυτός που θρυμματίζει, που αλέθει (για τα δόντια κ.λπ.)
2. (στον πληθυντικό) οι αλοιητήρες
οι γομφίοι, οι τραπεζίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλοιῶ, επικ. τ. του ρ. ἀλοῶ].
Greek Monotonic
ἀλοιητήρ: -ῆρος, ὁ (ἀλλοιάω), αυτός που αλωνίζει, που αλέθει, ἀλ. ὀδόντες, οι τραπεζίτες (τα δόντια), σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλοιητήρ: ῆρος adj. m размалывающий, перетиращий: ὀδόντες ἀλοιητῆρες Anth. коренные зубы.
Middle Liddell
ἀλοιάω
a thresher, grinder, ἀλ. ὀδόντες the grinders, Anth.