ἀνακαίνωσις

From LSJ
Revision as of 13:04, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακαίνωσις Medium diacritics: ἀνακαίνωσις Low diacritics: ανακαίνωσις Capitals: ΑΝΑΚΑΙΝΩΣΙΣ
Transliteration A: anakaínōsis Transliteration B: anakainōsis Transliteration C: anakainosis Beta Code: a)nakai/nwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A = ἀνακαίνισις, Ep.Rom.12.2, Tit.3.5.

German (Pape)

[Seite 190] ἡ, die Erneuerung, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαίνωσις: -εως, ἡ, ἀνακαίνισις, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιβ΄, 2, πρὸς Τίτ. γ΄, 5.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
renouvellement NT.
Étymologie: ἀνακαινόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
renovación μεταμορφοῦσθε τῇ ἀνακαινῶσει τοῦ νοός Ep.Rom.12.2, ἔσωσεν ἡμᾶς διὰ ... ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου Ep.Tit.3.5, τῶν πνευμάτων ὑμῶν Herm.Vis.3.8.9, τοῦ παντός Origenes Cels.4.21, ref. al NT ἡ ... παράδοσις ... κατὰ τὴν ἀνακαίνωσιν τοῦ βιβλίου Clem.Al.Strom.6.15.131.

English (Strong)

from ἀνακαινόω; renovation: renewing.

English (Thayer)

(εως, ἡ, a renewal, renovation, complete change for the better (cf. ἀνακαινόω): τοῦ νως, object. genitive, πνεύματος ἁγίου, effected by the Holy Spirit, Etym. Magn., Suidas; (Hermas, vis. 3,8, 9 [ET]; other ecclesiastical writings); the simple καίνωσις is found only in Josephus, Antiquities 18,6, 10.) (Cf. Trench, § xviii.)

Greek Monotonic

ἀνακαίνωσις: -εως, ἡ, ανανέωση, ανακαίνιση, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀνακαίνωσις: εως ἡ обновление NT.

Middle Liddell

[from ἀνακαινόω
renewal, NTest.

Chinese

原文音譯:¢naka⋯nwsij 安那-開挪西阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向上-新(著)
字義溯源:更新,變化;源自(ἀνακαινόω)=使更新);由(ἀνά)*=上,回復)與(καινός)*=新)組成。我們的得救,乃是重生的洗滌和聖靈的更新( 多3:5),而我們的心思要更新變化( 羅12:2),這是魂的更新
出現次數:總共(2);羅(1);多(1)
譯字彙編
1) 更新(2) 羅12:2; 多3:5