ἀνθρακοκαύστης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = ἀνθρακεύς, Sch.Ar.Ach.326.
German (Pape)
[Seite 233] ὁ, Kohlenbrenner, Schol. Ar. Ach. 325.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκοκαύστης: -ου, ὁ, (καίω) = ἀνθρακεύς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 325.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ carbonero Sch.Ar.Ach.326.
Greek Monolingual
ἀνθρακοκαύστης, ο (Μ)
ο ανθρακεύς.