ἀντιλογητικός
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
ή, όν,
A = ἀντιλογικός, Gal.7.281, Hsch.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que es para contradecir, refutatorio λόγος Gal.7.281, cf. Hsch.s.u. ἀντιλογικός.