ἀποκοντόω
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
(κοντός)
A thrust away or out, τὰ ὀπίσω Procop.Arc.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκοντόω: (κοντὸς) τινάσσω πρὸς τὰ ἔξω, «καὶ τὰ ὀπίσω ἀποκοντῶσα» Προκ. Ἱστ. Ἀνέκδ. 9, σ. 62, 14.