ἀπόπεμπτος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A dismissed, dub. in PPetr.2p.52(iii B.C.); cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 318] fortgeschickt, entlassen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπεμπτος: -ον, ὁ ἀποπεμφθείς, «ἀπόπεμπτοι· οἱ ἄξιοι ἀποπεμφθῆναι διὰ μοθχηρίαν ἤθους» Ἡσύχ.· ἀπόπεμπτοι καὶ ἀπόβλητοι Κύριλλ. ἐν Ἰω. ς΄, 10· ὃν δύναταί τις ν’ ἀποπέμψῃ, Γρηγ. Νύσσ.
Spanish (DGE)
-ον
1 despachado, despedido τῶν ναυτῶν [ἀπο] πέμπτων γενομένων PPetr.2.15.7 (III a.C.), cf. Ephr.Syr.2.432c.
2 repudiable, divorciable τυκτὸν κακὸν, οὐδ' ἀπόπεμπτον del mal matrimonio, Gr.Naz.M.37.570A, ἀπόπεμπτοι· οἱ ἄξιοι ἀποπεμφθῆναι διὰ μοχθηρίαν ἤθους Hsch.α 6555
•ajeno οὐκ ἀπόπεμπτον ἐποιεῖτο τὸ χρῆναι μυσταγωγεῖν Cyr.Al.M.74.860B.
Greek Monolingual
ἀπόπεμπτος, -ον (Α)
1. αυτός που διώχθηκε, που απομακρύνθηκε
2. αυτός που μπορεί κανείς να αποπέμψει, να αποσοβήσει.