ἰθυβόλος
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
ον,
A straight-hitting, ἀκόντιον Apollod.3.15.1: Sup. -ώτατος, ἀκοντιστής J.BJ1.21.13: metaph., sagacious, φύσις Dam.Isid.160.
German (Pape)
[Seite 1245] gerade treffend, ἀκόντιον Apolld. 3, 15; – ἰθύβολος, gerade getroffen?
Greek (Liddell-Scott)
ἰθῠβόλος: -ον, ὁ κατ’ εὐθεῖαν βάλλων, κτυπῶν, ἀκόντιον Ἀπολλόδ. 3. 15· εὐθύς, Βυζ.
Greek Monolingual
ἰθυβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βάλλει κατευθείαν, που ρίχνει ίσια και πετυχαίνει τον σκοπό του
2. νοήμονος, συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακοντο-βόλος, πυρο-βόλος.