ὀκτάκερκις
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,
A with eight spokes, EM 621.16.
German (Pape)
[Seite 317] achtschwänzig, E. M. 621, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάκερκις: -ιδος, ὁ, ἡ, ἐπὶ τοῦ τροχοῦ, ὁ ἔχων ὀκτὼ κνήμας, ὀκτάκνημος, Ἐτυμ. Μέγ. 621, 16, ἴδε ὀκτάκνημος.
Greek Monolingual
ὀκτάκερκις, ὁ, ἡ (Α)
(για τροχό) αυτός που έχει οκτώ ακτίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + κερκίς «μακριά και λεπτή ράβδος»].