ὀξυθύμια

From LSJ
Revision as of 21:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠθῡμια Medium diacritics: ὀξυθύμια Low diacritics: οξυθύμια Capitals: ΟΞΥΘΥΜΙΑ
Transliteration A: oxythýmia Transliteration B: oxythymia Transliteration C: oksythymia Beta Code: o)cuqu/mia

English (LSJ)

τά,

   A refuse deposited at cross-roads near the statues of Hecate, ὃν χρῆν ἔν τε ταῖς τριόδοις κἀν τοῖς ὀξυθυμίοις προστρόπαιον τῆς πόλεως κάεσθαι τετριγότα should have been burned among the refuse, Eup.120 ; περὶ οὗ πολλῷ ἂν δικαιότερον ἐν τοῖς ὀ. ἡ στήλη σταθείη ἢ ἐν τοῖς ἡμετέροις ἱεροῖς Hyp.Fr.79 ; τῶν ὀ. ἀτιμότερος Poll.5.163, cf. 2.231 ; = Ἑκαταῖα 11, Did. ap. Harp., cf. Phot., Suid. ; or perh. gallows (so Aristarch.), τίς γὰρ ἂν ἀντὶ ῥαφανῖδος ὀξυθύμι' εἰσορῶν ἔλθοι πρὸς ἡμᾶς; prob. in Com.Adesp.400 ; cf. ἑκάτη.

German (Pape)

[Seite 352] τά, Plätze auf den Kreuzwegen neben den Bildsäulen der Hekate, wohin man die Reste von den Reinigungs- u. Sühnopfern brachte, um sie zu verbrennen, weil man sich hierzu des Reisigs von wildem Thymian bediente, θύμος; Harpocr. führt aus Hyperid. an: περὶ οὗ πολλῷ ἂν δικαιότερον ἐν τοῖς ὀξυθυμίοις ἡ στήλη σταθείη ἢ ἐν τοῖς ἡμετέροις ἱεροῖς, mit anderen Erklärungen, u. aus Eupolis : ὃ χρῆν ἔν τε ταῖς τριόδοις, κἂν τοῖς ὀξυθυμίοις προστρόπαιον τῆς πόλεως κάεσθαι; Phot. erkl. τὰ ἀποκαθάρματα τῶν μυσαρῶν, οἱ δὲ τὰ ἀγχονιμαῖα ξύλα.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠθύμια: τά, τόποι ἐν τριόδοις παρὰ τὰ ἀγάλματα τῆς Ἑκάτης, ἔνθα ἐκαίοντο τὰ καθάρσια λεγόμενα, ἤτοι τὰ λείψανα τῶν ἁγνιστικῶν καὶ ἐξιλαστικῶν θυσιῶν· ἐκλήθησαν δὲ οὕτω διότι τὸ πῦρ ἀνήπτετο διὰ κλαδίσκων τοῦ φυτοῦ θύμου, οἵτινες εἶχον χρησιμεύει πρὸς δαρμὸν ζῴων, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 10, Κωμ. Ἀνώνυμ. 174, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.· πρβλ. Πολυδ. Β΄, 231, Ε΄, 163.