ὑπαρκτός

From LSJ
Revision as of 09:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαρκτός Medium diacritics: ὑπαρκτός Low diacritics: υπαρκτός Capitals: ΥΠΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: hyparktós Transliteration B: hyparktos Transliteration C: yparktos Beta Code: u(parkto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A subsisting, existent, real, Epicur.Fr.27, Posidon. ap.D.L.7.91, Plu.2.1046c, etc.

German (Pape)

[Seite 1183] ή, όν, adj. verb. von ὑπάρχω, daseiend, existirend, S. Emp. oft; – was zu Grunde liegt oder zu Grunde gelegt werden kann, D. L. 7, 91 aus Posidon.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαρκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὑπάρχων, πραγματικός, Ποσειδώνιος παρὰ Διογ. Λ. 7. 91, παρὰ τῷ αὐτῷ 10. 135, Πλούτ. 2. 1046C, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui existe par soi-même ou réellement.
Étymologie: ὑπάρχω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπαρκτός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπάρχω
αυτός που υπάρχει, που έχει ύπαρξη, πραγματικός (α. «υπαρκτό πρόβλημα» β. «μαντικὴ ὡς ἀνύπαρκτος, εἰ δὲ καὶ ὑπαρκτή», Επίκ.)
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να υπάρξει
2. φρ. «υπαρκτός σοσιαλισμός»
(κοινων.) βλ. σοσιαλισμός
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπαρκτά
η ύπαρξη.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαρκτός: Plut., Diog. L., Sext. = ὑπαρκτικός.