ὑποπραΰνω
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
Ion. ὑπο-πρηύνω,
A appease by degrees, AP5.254.5 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 1229] ep. u. ion. -πρηΰνω, w. m. s. ein wenig od. allmälig besänftigen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπρᾱΰνω: Ἰων. -πρηύνω, βαθμηδὸν ἢ κατ’ ὀλίγον πραΰνω, Ἀνθ. Παλατ. 5. 255.
Greek Monolingual
και ιων. τ. ὑποπρηΰνω Α
καταπραΰνω βαθμιαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πραΰνω «κατευνάζω, μαλακώνω»].
Russian (Dvoretsky)
ὑποπρᾱΰνω: ион. ὑποπρηΰνω (ῡν) понемногу смягчать, ослаблять (ἀμφασίης ἀνάγκην Anth.).