ἡμισειαστής
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek (Liddell-Scott)
ἡμισειαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπὶ μερισμῷ τῶν καρπῶν γεωργός, μορτίτης, partiarius colonus, Ἀρμενόπουλ. 6. 1, 24.
Greek Monolingual
ἡμισειαστής, ό (Μ) ημισειάζω
καλλιεργητής ξένου κτήματος αμειβόμενος με το μισό τών προϊόντων, ο μεσακός.
English
sharecropper, colonus partiarius, partiarius colonus, tenant farmer sharing produce, sharing landholder A farmer who gave a fixed portion of the farm’s produce as payment (instead of money) to the landlord.
Translations
Catalan: masover; Dutch: deelpachter, deelbouwer; Finnish: vuokraviljelijä; French: métayer, métayère, colon, méger; Galician: parceiro, foreiro; German: Naturalpächter, Halbpächter, Teilpächter; Greek: κολήγας, κολίγας, κολλέγας, κολλήγας, κολλήγος, μεσακάρης, μεσακάρισσα, μεσιακάρης, μεσιακάρισσα, μισακάρης, μισακάρισσα, μορτίτης; Ancient Greek: ἡμισειαστής, ἡμισυμερίτης; Italian: mezzadro; Portuguese: parceiro rural; Russian: испольщик, издольщик; Spanish: aparcero