κράντειρα

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράντειρα Medium diacritics: κράντειρα Low diacritics: κράντειρα Capitals: ΚΡΑΝΤΕΙΡΑ
Transliteration A: kránteira Transliteration B: kranteira Transliteration C: kranteira Beta Code: kra/nteira

English (LSJ)

ἡ, fem. of sq. 11, APl.4.220 (Antip.), Orph.Fr. 176.

Greek Monolingual

κράντειρα, ἡ (Α)
(θηλ. του κραντήρ) αυτή που άρχει, που εξουσιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραντ-ήρ + κατάλ. -ειρα (πρβλ. σωτ-ήρ: σώτ-ειρα)].