μυξάριον
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
τό, Dim. of μύξα (A) 1, M.Ant.4.48. 2 Dim. of μύξα (B), Aët.5.118, Hsch. (μυωξάρια cod.); interpol. in D.S.1.34.
German (Pape)
[Seite 218] τό, dim. von ἡ μύξα, M. Ant. 4, 48; – dim. von τὰ μύξα, eine Pflaumenart, D. Sic. 1, 84, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
μυξάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μύξα, ἡ, Μ. Ἀντων. 4. 48. 2) ὑποκορ. τοῦ μύξα, τά, Ἡσύχ. (κατὰ τοὺς κώδικ. μυωξάρια).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
un peu de morve.
Étymologie: dim. de μύξα.