αἱρέσιμος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ον, A that can be taken, X.Cyr.5.2.4.
Greek (Liddell-Scott)
αἱρέσιμος: -ου, (αἱρέω), ἁλωτός, ὃν δύναταί τις νὰ κυριεύσῃ, Ξεν. Κυρ. 5, 2, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
prenable.
Étymologie: αἱρέω.
Spanish (DGE)
-ον
conquistable, que puede ser conquistado τεῖχος X.Cyr.5.2.4.
Greek Monotonic
αἱρέσιμος: -ον (αἱρέω), αυτός που μπορεί να κυριευθεί, να καταληφθεί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
αἱρέσιμος: могущий быть взятым (штурмом), уязвимый (τεῖχος Xen.).
Middle Liddell
αἱρέω
that can be taken, Xen.