αὐθύπαρκτος

Revision as of 14:24, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A self-subsistent, Hsch. Adv.-τως Zonar.s.v.ἕνωσις.

Greek (Liddell-Scott)

αὐθύπαρκτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχων, οὐσία ἐστὶ πρᾶγμα αὐθύπαρκτον, μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν ἑαυτοῦ σύστασιν Ἀναστ. καὶ Κύριλλ. π. Πίστ. σ. 426.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene existencia por sí mismo como propio de οὐσία: πρᾶγμα αὐ. μὴ δεόμενον ἑτέρου πρὸς τὴν ἑαυτοῦ σύστασιν Anast.Ant.Fid.M.89.1401A, del alma, Leont.H.Nest.M.86.1495B
consustancial esp. en teol. de la unión hipostática καθ' ὑπόστασιν ... ἕνωσίς ἐστιν ἡ αὐ. ... τῶν δύο φύσεων συνδρομή Ath.Al.M.28.544D, cf. Hsch.
2 adv. -ως consustancialmente αὐ. συντρέχει ἡ ψυχὴ καὶ τ σῶμα Zonar.s.u. ἕνωσις.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐθύπαρκτος, -ον)
αυτός που υπάρχει ή γίνεται από μόνος του.