βεβαιωτικός

From LSJ
Revision as of 15:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → for no one loves the messenger who brings bad news

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβαιωτικός Medium diacritics: βεβαιωτικός Low diacritics: βεβαιωτικός Capitals: ΒΕΒΑΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: bebaiōtikós Transliteration B: bebaiōtikos Transliteration C: vevaiotikos Beta Code: bebaiwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A confirmatory, Epict.Ench.52, S.E.P.1.169, etc.    II -κόν, τό, tax paid to the Government as warrantor of sales, BGU156.9 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 440] bestätigend, bekräftigend, Epict. ench. 52; ἐπιῤῥήματα, Gramm., z. B. δήπου.

Greek (Liddell-Scott)

βεβαιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιβεβαιῶν, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 52. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐσ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à consolider, à garantir.
Étymologie: βεβαιόω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que confirma τόπος Epict.Ench.52, τὸ ὀφεῖλον S.E.P.1.169.
2 gram. que da un sentido afirmativo ἐπίρρημα Eust.92.28, cf. 62.37, 1407.11, Sch.Er.Il.1.232, 255, Sch.D.T.105.2.
II subst. τό β. jur. tasa de caución o garantía que pagaba al Estado el comprador de tierra estatal BGU 156.9 (III d.C.).
III adv. -ῶς de forma aseverativa ἀποφαινόμενοι Iren.Lugd.Haer.5.30.3 (fr.26).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βεβαιωτικός, -ή, -όν) βεβαιωτής
ικανός, κατάλληλος για επιβεβαίωση, επιβεβαιωτικός
νεοελλ.
γραμμ. «βεβαιωτικά μόρια» — άκλιτες λέξεις που σημαίνουν κατάφαση με βεβαιότητα της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης.