βούρινον
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
= τό, A = κυνοκεφάλιον, Ps.-Apul.Herb.86.
Greek (Liddell-Scott)
βούρινον: τό, = κυνοκεφάλιον, Pseudo-Apulej. herb. 86.