γυναικοπίπης

From LSJ
Revision as of 17:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικοπίπης Medium diacritics: γυναικοπίπης Low diacritics: γυναικοπίπης Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ
Transliteration A: gynaikopípēs Transliteration B: gynaikopipēs Transliteration C: gynaikopipis Beta Code: gunaikopi/phs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπτεύω)    A one who ogles women, Eust.851.54.

German (Pape)

[Seite 510] ὁ, nach Weibern gaffend, Eust. Il. p. 851, 54.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) ὁ μετ᾿ ἀσελγείας ἐμβλέπων εἰς γυναῖκας, Εὐστ. 851. 54· πρβλ. παρθενοπίπης.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ que se come con los ojos a las mujeres, mirón Eust.851.54, Sch.Hippon.131 (p.139).

Greek Monolingual

γυναικοπίπης, ο (Μ)
αυτός που κυνηγάει γυναίκες, ο γυναικάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + πιθ. οπιπή < αρχ. οπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια, παρακολουθώ με το βλέμμα» (πρβλ. αρρενοπίπης, παρθενοπίπης)].