άλυπος

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄλυπος, -ον)
ο απαλλαγμένος από θλίψεις και στενοχώριες, ο δίχως λύπη, ο αμέριμνος, ο απίκραντος
αρχ.
1. αυτός που δεν προξενεί θλίψη ή πόνο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλυπον ἡ ἀλυπία
3. φρ. «ἄλυπον ἄνθος ἀνίας», για το κρασί, ποτό που απαλλάσσει, που ελευθερώνει από τις θλίψεις
«ἀλύπως τοῑς ἄλλοις ζῶ», ζω χωρίς να ενοχλώ τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λύπη.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλυπία.